χανών

χανών
χάσκω
yawn
aor part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • Κριμαία — (διεθν. Crimea, ουκραν. Crym). Χερσόνησος στη Μαύρη θάλασσα και αυτόνομη δημοκρατία (26.100 τ. χλμ., 2.033.700 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας. Πρωτεύουσά της είναι η Συμφερούπολη (Simferopol, 343.000 κάτ. το 2001). Η Κ. ενώνεται προς Β με την ξηρά… …   Dictionary of Greek

  • θρασυμαχάνων — θρασυμᾱχάνων , θρασυμήχανος bold in contriving masc/fem/neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαχάνων — ἀμᾱχάνων , ἀμήχανος without means masc/fem/neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Канон — (от греч. χανών прямая палка для измерений) устоявшиеся нормы, правила, традиции. 1) К. в иск ве правила, определяющие нормы образа, композицию и т. д. 2) Церк. нормы, регламентирующие жизнь ц.; приняты в первые века христианства. 3) К.… …   Российский гуманитарный энциклопедический словарь

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”